- διχόμυθος
- διχόμυθος, -ον (Α)1. διφορούμενος, απατηλός («διχόμυθον νόημα»)2. δόλιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχόμυθος — διχόμῡθος , διχόμυθος double speaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχόμυθ' — διχόμῡθα , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc pl διχόμῡθε , διχόμυθος double speaking masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχόμυθον — διχόμῡθον , διχόμυθος double speaking masc/fem acc sg διχόμῡθον , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
διχόμυθα — διχόμῡθα , διχόμυθος double speaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)